- διασπαραγμός
- ο , διασπάραξη [-ις (-εως)] η растерзание, разрывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασπαραγμός — ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, εως) κατακρεούργηση, κατασπάραξη … Dictionary of Greek